- παραλογή
- η(λαογρ.), φανταστικό αφηγηματικό δημοτικό τραγούδι: Τα ακριτικά τραγούδια ανήκουν στις παραλογές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραλογή — (I) και παραλοή, η 1. δημώδες άσμα αφηγηματικής μορφής με πολλά επικολυρικά στοιχεία και φανταστική υπόθεση και με πιο συνήθη θέματα ερωτικές ιστορίες, περιπλανήσεις, εκδίκηση για απιστία, αδελφική αγάπη, πολεμικά κατορθώματα κ.ά. 2. (ιδίως στα… … Dictionary of Greek
διάβημα — το (AM διάβημα) προσπάθεια, αποφασιστική ενέργεια για την επίτευξη ενός σκοπού νεοελλ. «απονενοημένο διάβημα» πράξη παράλογη που φέρει τον χαρακτήρα τής απελπισίας, ιδιαίτερα η αυτοκτονία αρχ. μσν. βήμα («κατεύθυνον, Κύριε, τὰ διαβήματα ἡμῶν, τὰς … Dictionary of Greek
διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… … Dictionary of Greek
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek
ζούρλα — και ζούρλια, η 1. παραφροσύνη, ανισορροπία, τρέλα 2. συμπεριφορά, πράξη παράλογη και ανόητη 3. φρ. (για πρόσ. πράγματα ή συμβάντα) «είναι ζούρλια» είναι εξαιρετικά ωραίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός, υποχωρητικός σχηματισμός] … Dictionary of Greek
θελεμός — ό (Α θελεμός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός θέληση, βούληση («θελεμός τ αφέντη στραβός ο τοίχος» η θέληση τού αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του 2. ήρεμος, ήσυχος.… … Dictionary of Greek
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek
ισχυρογνώμων — ον, αρσ. και ισχυρογνώμονας (ΑΜ ἰσχυρογνώμων, ον) αυτός που επιμένει στη γνώμη του, ακόμη κι όταν είναι εσφαλμένη ή παράλογη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ετερο γνώμων, σκληρο γνώμων] … Dictionary of Greek
καψώνι — το 1. επίπονη άσκηση ή αγγαρεία στην οποία υποβάλλονται στρατιώτες ή τρόφιμοι στρατιωτικών κ.ά. σχολών από τους ανωτέρους τους για να ασκηθούν στην πειθαρχία και την υπακοή 2. σκόπιμη παράλογη ταλαιπωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καψώνω ή < κάψα (II)] … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek